-
1 πῖαρ
πῖαρ, τό, only nom. and acc. (exc. dat.Aπίαρι Suid.
): ([etym.] πίων):— fat, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. word,βοῶν ἐκ πῖαρ ἑλέσθαι Il.11.550
; of men, Hp.Nat. Puer.21.b any fatty substance,π. ἐλαίης A.R.4.1133
; π. μελιηδές prob. cream, AP9.224 (Crin.), cf. Sol.36.21 ( πῦαρ Pap. Arist.Ath.); thick juice from trees, Hp.Nat.Puer.26; of the fig, Id.Mul.2.205, Ulc. 15 ; richness of soil,ἐπεὶ μάλα π. ὑπ' οὖδας Od.9.135
, cf. h.Ap.60 ;ἐσθλῆς ἀρούρης π. ἔγκληρον χθονός Lyc.1060
, cf.AP9.555 (Crin.).2 metaph., cream, choicest part of a thing, h.Ven.30.
См. также в других словарях:
πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… … Dictionary of Greek